πηγάδας

πηγάδας
πηγάς
hoar-frost
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πηγαδάς — ο, Ν [πηγάδι] αυτός που ανοίγει πηγάδια …   Dictionary of Greek

  • πηγαδάς — ο αυτός που ανοίγει πηγάδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρεατωρύχος — ο εργάτης που σκάβει πηγάδια, ο πηγαδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”